- Μανιχαίος
- ο (AM Μανιχαῑος)1. άλλη ονομασία τού Μάνεντος, τού ιδρυτή τού Μανιχαϊσμού2. οπαδός τής αιρετικής διδασκαλίας τού Μάνεντος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μάνης ή Μανιχαίος — (Μαρντίνου ή Αφρούνια Μεσοποταμίας 216 – Γκουντεσαχπούρ 277 μ.Χ.). Πέρσης ιδρυτής της θρησκείας του μανιχαϊσμού (βλ. λ.). Καταγόταν από τη νότια Βαβυλωνία και ο πατέρας του Πατέκ ανήκε σε μια θρησκευτική κοινότητα (Μανταίοι ή Γνωστικοί), όπου… … Dictionary of Greek
μανιχαΐζω — (AM) [Μανιχαίος] είμαι Μανιχαίος, ακολουθώ τη θρησκευτική αίρεση τών Μανιχαίων … Dictionary of Greek
Mani (prophet) — Mani Mani (in Middle Persian and Syriac Mānī, Greek Μάνης, Latin Manes; also Μανιχαίος, Latin Manichaeus, from Syriac ܡܐܢܝ ܚܝܐ Mānī ḥayyā Living Mani , c. AD 216–76), of Iranian origin[ … Wikipedia
Μάνης — η ή εντος, ο (AM Μάνης, εντος) ο ιδρυτής τής θρησκείας τού Μανιχαϊσμού, αλλ. Μανιχαίος … Dictionary of Greek
Μανιχαϊσμός — Θρησκεία την οποία ίδρυσε και κήρυξε στην περσική αυτοκρατορία των Σασσανιδών ο Μάνης. Ο μ., ο οποίος υπέστη διωγμό στην Περσία, διαδόθηκε στην Άπω Ανατολή. Τον 7o αι. έφτασε στην Κίνα και τον 8o αι. έγινε επίσημη θρησκεία της τουρκικής… … Dictionary of Greek
μανιχαϊκός — μανιχαϊκός, ή, όν (AM) [Μανιχαίος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μανιχαίους ή στον Μανιχαϊσμό. επίρρ... μανιχαϊκῶς (AM) κατά τον τρόπο ή τις δοξασίες τών Μανιχαίων … Dictionary of Greek